Νέα τεστ που αξιολογούν τις εγκεφαλικές αλλαγές και το μεταβολισμό των χημικών ουσιών στο σώμα, δείχνουν ενθαρρυντικά για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ ενώ παράλληλα βοηθούν στην έρευνα για την παρασκευή νέων φαρμάκων, με φθηνότερες και μικρότερης διάρκειας κλινικές δοκιμές, ανακοίνωσαν οι επιστήμονες. |
Νέα τεστ που αξιολογούν τις εγκεφαλικές αλλαγές και το μεταβολισμό των χημικών ουσιών στο σώμα, δείχνουν ενθαρρυντικά για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ ενώ παράλληλα βοηθούν στην έρευνα για την παρασκευή νέων φαρμάκων, με φθηνότερες και μικρότερης διάρκειας κλινικές δοκιμές, ανακοίνωσαν οι επιστήμονες.
Σε μια μελέτη, Ιρλανδοί ερευνητές βρήκαν μια εξέταση που μετρά τον όγκο του εγκεφάλου και ένα συνδυασμό τεστ μνήμης που με ακρίβεια αναγνωρίζουν σχεδόν το 95% των ανθρώπων των οποίων η ήπια γνωστική βλάβη εξελίχθηκε σε αρχικό στάδιο της νόσου Αλτσχάιμερ. Σε άλλη μελέτη, Αμερικανοί ερευνητές βρήκαν ότι ένας τύπος σάρωσης του εγκεφάλου που μετρά τη γλυκόζη συνδυασμένος με χαμηλές επιδόσεις σε εξετάσεις μνήμης, είναι μια ισχυρή πρόβλεψη της εξέλιξης της νόσου.
Τα ευρήματα που παρουσίασαν οι ερευνητές σε συνέδριο για το Αλτσχάιμερ στη Βιέννη της Αυστρίας, είναι ορισμένα από τα πρώτα μιας πενταετούς μελέτης, προϋπολογισμού 60 εκατομμυρίων δολαρίων, που έχει ως στόχο τον εντοπισμό εγκεφαλικών αλλαγών οι οποίες δείχνουν την εξέλιξη της νόσου.
«Η σκέψη είναι αν υπάρχουν βιολογικοί δείκτες που παρακολουθούν τι συμβαίνει στον εγκέφαλο. Αυτό μπορεί να κάνει καλύτερα κατανοητό αν ένα φάρμακο έχει βιολογική επίδραση», είπε ο Νιλ Μπούκχολτς, επικεφαλής της Νευροαπεικονιστικής Πρωτοβουλίας για το Αλτσχάιμερ του Εθνικού Ινστιτούτου Γήρανσης των ΗΠΑ.
Στη μελέτη που διεξάγεται με κρατική χρηματοδότηση και ιδιωτικά κεφάλαια, μετέχουν τουλάχιστον 800 ερευνητές που εξετάζουν τη δομή του εγκεφάλου και βιολογικές αλλαγές που μπορεί να δείχνουν την εξέλιξη της νόσου.
Ύστερα από δεκαετίες έρευνας, οι γιατροί έχουν ελάχιστες δραστικές θεραπείες για την αντιμετώπιση της ασθένειας, μιας εκφυλιστικής νόσου του εγκεφάλου που πλήττει τουλάχιστον 26 εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο, ενώ αναμένεται να προσβάλλει 100 εκατομμύρια έως το 2050. |
|