της Χριστίνας Παπασταθοπούλου
Τα τελευταία δέκα –τουλάχιστον– χρόνια έχουν εισβάλει για τα καλά στη ζωή µας, έχουν την τιµητική τους στα ράφια των σούπερ-µάρκετ και στις προθήκες των καταστηµάτων και όσο περνά ο καιρός αυξάνονται και πληθαίνουν. Σε αυτά στηρίζονται ελπίδες και προσδοκίες για κοµψές σιλουέτες, όµορφα κορµιά και απώλεια κιλών που ταλαιπωρούν υπέρβαρους ανθρώπους.
|
Ο λόγος για τα πολυδιαφημιζόμενα light προϊόντα (τροφές και αναψυκτικά) που πλέον έχουν κατακλύσει την ελληνική αγορά και απ’ ό,τι φαίνεται ήρθαν για να μείνουν εφόσον το καταναλωτικό κοινό, και ιδιαίτερα οι γυναίκες, δείχνουν να τα προτιμούν.
Εκείνο πάντως που προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός ότι, παρά την εμφάνιση και την κατανάλωση αυτών των προϊόντων, οι παχύσαρκοι άνθρωποι αυξάνονται αντί να μειώνονται. Φαίνεται λοιπόν ότι πολλοί καταναλωτές εφησυχάζουν πιστεύοντας ότι με το να χρησιμοποιούν μόνο light προϊόντα θα καταφέρουν να χάσουν και κιλά. Η άποψη αυτή, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι ένας μεγάλος μύθος, αφού υπάρχουν μελέτες οι οποίες δείχνουν ότι εκείνοι που υπερκαταναλώνουν light προϊόντα, τελικά παίρνουν περισσότερο βάρος από εκείνους που τρέφονται με πλήρη.
Η σωστή ενημέρωση και η κατανάλωσή τους με μέτρο –κάτι που ισχύει εξάλλου για όλες τις τροφές– είναι οι συμβουλές που δίνουν οι ειδικοί σ’ εκείνους που επιθυμούν να χρησιμοποιούν τροφές και αναψυκτικά light.
Για αυτά λοιπόν τα light προϊόντα, που κατά καιρούς έχουν δεχθεί την αμφισβήτηση από ειδικούς και μη –με το σκεπτικό ότι αφού έχουν υποστεί επεξεργασία και περιέχουν πρόσθετες ουσίες, άρα είναι και ανθυγιεινά– κάνουν λόγο oι κλινικοί διαιτολόγοι Βασιλική Κομεσίδου και Κωνσταντίνος Ξένος.
Ας μάθουμε λοιπόν με τη βοήθεια των δύο κλινικών διαιτολόγων τι ακριβώς είναι τα light προϊόντα, ποια η προσφορά τους στον ανθρώπινο οργανισμό, αν είναι επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία ή όχι, γιατί τα τελευταία χρόνια κατακλύζουν την ελληνική αγορά και τι πρέπει να προσέχει ο καταναλωτής που τα χρησιμοποιεί.
Τι ακριβώς σημαίνει η ένδειξη light όταν αυτή αναγράφεται σ’ ένα προϊόν; Η κλινική διαιτολόγος Βασιλική Κομεσίδου επισημαίνει ότι, με βάση την ελληνική νομοθεσία, light μπορεί να χαρακτηρισθεί οποιαδήποτε τροφή, η οποία έχει ένα από τα βασικά συστατικά της σε ποσοστό λιγότερο από 50% από το αντίστοιχο πλήρες. Για παράδειγμα, ένα τυρί με 35% λιπαρά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί light αν έχει τα μισά λιπαρά και κάτω.
Τα δύο βασικά συστατικά, στα οποία επικεντρώνονται τα light προϊόντα, είναι η ζάχαρη και το λίπος. Υπάρχουν προϊόντα στα οποία η ζάχαρη λείπει τελείως και έχει υποκατασταθεί με κάποια τεχνική γλυκαντική ουσία. Τα αναψυκτικά light, για παράδειγμα, περιέχουν υποκατάστατο ζάχαρης, την καλιούχο ακετοσουλφάμη ή ασπαρτάμη.
Όσο για το λίπος, εξηγεί η Β. Κομεσίδου, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά και πρέπει κανείς να προσέχει. Για παράδειγμα, το πλήρες γιαούρτι έχει 3,85% λιπαρά, το στραγγιστό γιαούρτι έχει 10% λιπαρά, το light στραγγιστό έχει 5% λιπαρά και εδώ ακριβώς μπορεί να προκύψει η παραπλάνηση για τον καταναλωτή: βλέπει δηλαδή ένα γιαούρτι light, που νομίμως χαρακτηρίζεται έτσι στη συσκευασία αφού έχει κατά 50% λιγότερα λιπαρά, όμως τελικά είναι πιο πλούσιο σε λιπαρά από το πλήρες.
Για το λόγο αυτό, όταν ο καταναλωτής βρίσκεται μπροστά στα ράφια ενός σούπερ-μάρκετ και έχει αποφασίσει ν’ αγοράσει light προϊόντα, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Ξένο, κλινικό διαιτολόγο, διευθυντή τμήματος Γονιδιακής Διατροφής και Έρευνας Θρέψης στην «Ευρωκλινική Αθηνών», επιβάλλεται να κοιτάζει προσεκτικά τις ετικέτες του προϊόντος, παρατηρώντας τα ποσοστά λίπους, κορεσμένου λίπους, αλατιού, ζάχαρης και θερμίδων που αποδίδει το προϊόν και να επιλέγει αυτό που έχει τις χαμηλότερες τιμές των συστατικών αυτών.
Όσον αφορά την άποψη που επικρατεί ότι χρησιμοποιώντας κάποιος μόνο light προϊόντα μπορεί να επιτύχει το στόχο του και να αποκτήσει μια αξιοζήλευτη σιλουέτα ή να χάσει παραπανίσια κιλά, ο Κ. Ξένος υποστηρίζει το εξής: οι περισσότεροι έχουν συλλάβει το μήνυμα της ύπαρξης light τροφίμων λανθασμένα και γι’ αυτό βλέπουμε πως, παρά τον κατακλυσμό τέτοιων προϊόντων στην αγορά, τα ποσοστά εμφάνισης παχυσαρκίας αυξάνονται. Το light τρόφιμο, κατά τον Κ. Ξένο, μπορεί να αποτελέσει όπλο στη μάχη κατά της παχυσαρκίας, μόνο όταν εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης και εξατομικευμένης διατροφικής αγωγής, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην πολυπόθητη αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο δημοσιεύτηκαν στον Τύπο συμπεράσματα έρευνας, σύμφωνα με τα οποία πρόκειται για μύθο ότι τα αναψυκτικά light δεν παχαίνουν και ότι αυτά έχουν την ίδια επίδραση στο Δείκτη Μάζας του Σώματος με τα κανονικά αναψυκτικά. Για την εκδοχή αυτή ο Κ. Ξένος υποστηρίζει:
«Τα αναψυκτικά light δεν εμπεριέχουν ζάχαρη αλλά ασπαρτάμη και κάποιες άλλες γλυκαντικές ουσίες με σχεδόν μηδαμινή θερμιδική αξία. Αποδίδουν πράγματι ελάχιστες θερμίδες σε σχέση με τα πρωτογενή. Ενδεικτικά αναφέρω ότι ένα κουτάκι (330 ml) αναψυκτικού εμπεριέχει περίπου 7 κουταλάκια του γλυκού ζάχαρη, τη στιγμή που ένα light στερείται ζάχαρης. Τώρα, με τις μελέτες που αφορούν τη διατροφή πάντα οι ερμηνείες είναι διφορούμενες. Για παράδειγμα, υπάρχουν χιλιάδες παχύσαρκοι που έχουν εντάξει στην καθημερινότητά τους τα light αναψυκτικά και όμως παραμένουν παχύσαρκοι ή και αυξάνουν περαιτέρω το βάρος τους, λόγω ενός συνόλου παραγόντων πιο ουσιαστικών από τα αναψυκτικά, τους οποίους δεν τροποποιούν ούτε στο ελάχιστο».
Γιατί τα light προϊόντα γνωρίζουν τέτοια άνθηση τα τελευταία χρόνια και στην ελληνική αγορά; Κατά τη Β. Κομεσίδου οι λόγοι είναι πολλοί: η κατανάλωσή τους αποτελεί μια ακόμα μίμηση της δυτικής κοινωνίας· πρόκειται για μόδα γιατί πλέον όλος ο κόσμος ασχολείται με τη δίαιτα. Σήμερα οι Έλληνες είμαστε περισσότερο καταναλωτικοί απ’ ό,τι ήμασταν πριν από δέκα χρόνια, ενώ υπάρχουν περισσότεροι υπέρβαροι.
Ποια είναι η αναγκαιότητά τους στην Ελλάδα; Μα φυσικά η αντιμετώπιση της αύξησης της παχυσαρκίας, τονίζει η Β. Κομεσίδου, όπως επίσης και της αύξησης των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Τέτοια προϊόντα καταναλώνουμε γιατί αφενός δίνουν συνήθως λιγότερες θερμίδες και άρα μπορούμε να υποκαταστήσουμε ένα τρόφιμο στη διατροφή ενός ανθρώπου και να πετύχουμε απώλεια βάρους και αφετέρου τα προϊόντα με μειωμένο λίπος βοηθούν στη μείωση της χοληστερίνης.
Όπως προκύπτει λοιπόν, τα light προϊόντα δε χρησιμοποιούνται μόνο για το αδυνάτισμα, αλλά συγκαταλέγονται στη διατροφή ατόμων που πάσχουν από κάποιες ασθένειες.
Όπως μας εξηγεί η Β. Κομεσίδου, μπορεί να τα καταναλώνει κάποιος που πάσχει από καρδιολογικό νόσημα, υπερλιπιδαιμία (αυξημένη χοληστερόλη, αυξημένα τριγλυκερίδια) και διαβήτη. «Για παράδειγμα, τους διαβητικούς τους περιορίζουμε ή τους απαγορεύουμε να πάρουν ζάχαρη. Ένα παιδί, όμως, ένας έφηβος, θέλει να πάει μια φορά με τους φίλους του και, όπως όλοι οι άλλοι, να πιει και αυτός ένα αναψυκτικό. Εκεί λοιπόν του επιτρέπουμε να πιει light, το οποίο δεν έχει μέσα καθόλου ζάχαρη και έτσι δε θα επιβαρύνει το σάκχαρό του».
Παρ’ όλα αυτά πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα light προϊόντα, λόγω της επεξεργασίας που έχουν υποστεί, είναι ανθυγιεινά. Με την άποψη αυτή φαίνεται ότι δε συμφωνεί ο Κ. Ξένος, ο οποίος τονίζει: «Όσον αφορά τα γαλακτοκομικά προϊόντα που ανήκουν στα light έχουμε απλό και όχι «χημικό» τρόπο αφαίρεσης μέρους του κορεσμένου λίπους που εμπεριέχουν πρωτογενώς και αυτό είναι κάτι σημαντικό για τη διατροφή μας. Τα προϊόντα που πρωτογενώς έχουν ζάχαρη και ως light κάποιες τεχνητές γλυκαντικές ουσίες, καλό είναι να τα καταναλώνουμε με μέτρο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν διαφαινόμενοι κίνδυνοι».
Η υπερκατανάλωση λοιπόν αυτών των προϊόντων μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην υγεία ενός ανθρώπου; Κατά τον κλινικό διαιτολόγο Κ. Ξένο «η υπερβολή είναι κάτι που σίγουρα δε συνάδει με την έννοια της ισορροπημένης διατροφής που αποτελεί για όλους μας το ζητούμενο. Ακόμα και η υπερβολή με την κατανάλωση τροφίμων «αμόλυντων», βιολογικών, χωρίς την παραμικρή επεξεργασία-προσθήκη, μπορεί να οδηγήσει στα άκρα με συνέπειες στην ψυχική μας ισορροπία. Παν μέτρον άριστον λοιπόν και στην επιλογή των light, εφόσον γνωρίζουμε τι πραγματικά καταναλώνουμε».
Ένα άλλο αμφισβητούμενο κεφάλαιο που σχετίζεται με τα light προϊόντα είναι η σακχαρίνη και η ασπαρτάμη, δυο γλυκαντικές τεχνικές ουσίες για τις οποίες έχουν γραφτεί και ακουστεί πολλά και διάφορα. Η κλινική διαιτολόγος Β. Κομεσίδου μάς πληροφορεί τα ακόλουθα:
«Το θέμα της ασπαρτάμης και της σακχαρίνης και η σχέση τους με την καρκινογένεση συζητιέται από το 1978, δεν είναι καινούργια ιστορία. Τότε έγινε ένα πείραμα στον Καναδά, κατά τη διάρκεια του οποίου έδωσαν υπερβολικά μεγάλες ποσότητες σακχαρίνης σε πειραματόζωα (σε ποντίκια) και βρήκαν ότι η υπερκατανάλωσή της συνδέεται με τον καρκίνο της ουροδόχου κύστεως. Ακολούθησαν όμως κι άλλες μελέτες που έδειξαν ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί. Βέβαια για όλες τις τεχνικές γλυκαντικές ουσίες υπάρχουν όρια ασφαλείας από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας. Δηλαδή δεν μπορεί κάποιος να πίνει 5 λίτρα κόκα-κόλα light την ημέρα και να ρίχνει 20 χαπάκια ασπαρτάμης στον καφέ του. Είναι μια χημική ουσία και πρέπει να υπάρχει ένα μέτρο. Πάντως σοβαρές μελέτες που να συσχετίζουν τη χρήση σακχαρίνης και ασπαρτάμης με την καρκινογένεση ή και την τερατογένεση δεν υπάρχουν».
Υπάρχουν τελικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα στα light προϊόντα; Η Β. Κομεσίδου υποστηρίζει: «Πλεονέκτημα βλέπω στο ότι ένα παιδί 17 χρονών που έχει διαβήτη μπορεί να πιει ένα αναψυκτικό όπως και οι υπόλοιποι συμμαθητές του. Επίσης πλεονέκτημα βρίσκω στο ότι ένας άνθρωπος που έχει υπερλιπιδαιμία μπορεί να φάει λίγο τυρί χαμηλό σε λιπαρά και να μην το αποκλείσει τελείως από τη διατροφή του. Δε βλέπω όμως πλεονέκτημα σ’ αυτόν που θέλει να χάσει βάρος. Αν μάλιστα δεχτούμε τη μελέτη –εγώ τουλάχιστον την αποδέχομαι γιατί είναι δημοσιευμένη σε πολύ έγκριτο περιοδικό– που υποστηρίζει ότι οι καταναλωτές προϊόντων light παχαίνουν, σίγουρα αυτό είναι ένα σαφές μειονέκτημα». |