Η γρίπη είναι μια μεταδοτική ιογενής λοίμωξη με εποχιακές
επιδημίες, οι οποίες εμφανίζονται συχνά τον χειμώνα σε εύκρατες περιοχές στο βόρειο
και το νότιο ημισφαίριο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει εκτιμήσει ότι οι ετήσιες
επιδημίες γρίπης οδηγούν σε περίπου 4 εκατομμύρια σοβαρές περιπτώσεις λοίμωξης και
περίπου μισό εκατομμύριο θανάτους κάθε χρόνο(3).
Στην ενότητα «Παθολογικά περιστατικά – Αντιμετώπιση»
της f-anazitisi υπάρχουν διαθέσιμα όλα τα στοιχεία σχετικά με τη λοίμωξη του
αναπνευστικού συστήματος από τον ιό της γρίπης.
Αιτιολογία & μετάδοση
Η πλειονότητα των επιδημιών γρίπης προκαλείται από έναν ή
δύο τύπους ιών, κυρίως τους ιούς γρίπης Α και Β. Και οι δύο τύποι εμφανίζουν ταχεία
αντιγονική μεταβολή, οδηγώντας στη συνεχή εμφάνιση νέων στελεχών και σε διαφοροποίηση
της μεταδοτικότητας και της ευαισθησίας του πληθυσμού(3). Η μετάδοση
των ιών της γρίπης γίνεται κυρίως μέσω αερολυμάτων που παράγονται με τον βήχα ή
το φτέρνισμα μολυσμένων ατόμων, αλλά και με άμεση επαφή με αναπνευστικές εκκρίσεις.
Η περίοδος επώασης είναι 1-4 ημέρες, με μέσο όρο τις 2 ημέρες(2).
Συμπτωματολογία, διάγνωση & επιπλοκές
Τα συμπτώματα εμφανίζονται αιφνίδια και περιλαμβάνουν πυρετό,
ρίγη, μυαλγίες, πονοκέφαλο, κακουχία, πονόλαιμο, βήχα και ρινική συμφόρηση, με διάρκεια
περίπου 7 ημερών. Επιπλοκές όπως πνευμονία παρατηρούνται συχνότερα σε ευπαθείς ομάδες
(ηλικιωμένοι, παιδιά, άτομα με χρόνια νοσήματα)(2,3). Η διάγνωση βασίζεται
στην κλινική εικόνα και επιβεβαιώνεται με ανίχνευση των ιικών στελεχών σε ρινοφαρυγγικά
δείγματα μέσω rapid test ή PCR.
Κατά τη διάρκεια σοβαρής λοίμωξης, παρατηρείται ανισορροπία
προ- και αντι-φλεγμονωδών κυτοκινών, η οποία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών.
Πρωτοπαθής ιογενής πνευμονία εμφανίζεται σε >70% των νοσηλευόμενων σε ΜΕΘ, ενώ
δευτερογενείς βακτηριακές λοιμώξεις εμφανίζονται σε 20% των σοβαρών περιστατικών,
με συχνότερα παθογόνα τα Streptococcus pneumoniae και Staphylococcus aureus(6).
Επιπλέον, υψηλού κινδύνου ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν καρδιακές (μυοκαρδίτιδα,
περικαρδίτιδα) ή νευρολογικές επιπλοκές (σύνδρομο Reye, άσηπτη μηνιγγίτιδα, εγκεφαλομυελίτιδα,
σύνδρομο Guillain-Barré)(3).
Μέτρα πρόληψης & αντιμετώπιση
Εμβολιασμός: Ο αποτελεσματικότερος μηχανισμός προφύλαξης
έναντι της εποχικής γρίπης είναι ο εμβολιασμός με το αντιγριπικό εμβόλιο. Στην Ελλάδα,
σύμφωνα με τις Οδηγίες για την Εποχική Γρίπη που έχουν αναρτηθεί από το υπουργείο
Υγείας, συνιστάται η χορήγηση τριδύναμων εμβολίων σε πληθυσμιακές ομάδες υψηλού
κινδύνου, όπως οι ηλικιωμένοι άνω των 60 ετών, βρέφη και παιδιά ηλικίας 6 μηνών
ως 5 ετών, έγκυες γυναίκες, ασθενείς με επιβαρυντικούς παράγοντες ή χρόνια νοσήματα,
κ.α.(4)
Φαρμακευτική αντιμετώπιση: Σε περιπτώσεις νόσησης χαμηλού
κινδύνου και χωρίς επιπλοκές, θα πρέπει να προσφέρεται συμπτωματική και υποστηρικτική
θεραπεία. Η ενυδάτωση είναι επιτακτική για την αναπλήρωση της απώλειας σωματικών
υγρών, ενώ μπορούν να χορηγηθούν παυσίπονα/αντιπυρετικά(3). Επίσης,
συνιστάται η χορήγηση βλεννολυτικών, βρογχοδιασταλτικών και/ή ρινικών αποσυμφορητικών
για την ανακούφιση συμπτωμάτων από το αναπνευστικό σύστημα.
Επί του παρόντος, μεταξύ των αντιιικών φαρμάκων, τρία έχουν
εγκριθεί και συνιστώνται για χρήση στη χημειοπροφύλαξη και τη θεραπεία της γρίπης:
οσελταμιβίρη, ζαναμιβίρη, μπαλοξαβίρη μαρβοξίλη. Αυτά τα αντιιικά έχουν επιδείξει
καλό επίπεδο αποτελεσματικότητας και αποτελεσματικότητας έναντι των ιών της γρίπης
τύπου Α και Β(3).
Συμπληρώματα διατροφής & φυτικά σκευάσματα: Σύμφωνα
με μελέτες, οι βιταμίνες C και D καθώς και ο ψευδάργυρος μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης λοιμώξεων
του αναπνευστικού συστήματος, όπως η γρίπη, και τη διάρκεια των συμπτωμάτων τους,
μέσω ανοσορρυθμιστικών και αντιοξειδωτικών μηχανισμών(1). Επίσης, το
σελήνιο έχει παρατηρηθεί πως βελτιώνει την ανοσολογική απόκριση σε ιογενείς λοιμώξεις,
ιδιαίτερα σε σχέση με τον ιό της γρίπης Α(5).
Επιπλέον, μια ποικιλία βοτάνων έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως
για την αντιμετώπιση ιογενών αναπνευστικών λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένων της πρόπολης,
του πεντάνευρου, της εχινάκειας κ.ά. Ο έλεγχος των συμπτωμάτων της γρίπης εξαρτάται
κυρίως από χημικούς ή βιοχημικούς παράγοντες που απομονώνονται από αυτά τα βότανα,
όπως οι πολυφαινόλες και τα φλαβονοειδή(5).
Πηγές
Abioye, AI, Bromage, S, Fawzi, W. (2021). Effect of micronutrient supplements
on influenza and other respiratory tract infections among adults: a systematic review
and meta-analysis. BMJ Glob Health, 6(1):e003176. https://doi.org/10.1136/bmjgh-2020-003176
Harper, S, Klimov, A, Uyeki, T, Fukuda, K. (2002). Influenza. Clin Lab Med,
22(4):863-82. https://doi.org/10.1016/s0272-2712(02)00022-7
Javanian, M, Barary, M, Ghebrehewet, S, Koppolu, V, Vasigala, V, Ebrahimpour,
S. (2021). A brief review of influenza virus infection. J Med Virol, 93(8):4638-4646.
https://doi.org/10.1002/jmv.26990
Mousa, HA. (2017). Prevention and Treatment of Influenza, Influenza-Like
Illness, and Common Cold by Herbal, Complementary, and Natural Therapies. J Evid
Based Complementary Altern Med, 22(1):166-174. https://doi.org/10.1177/2156587216641831
Sarda, C, Palma, P, Rello, J. (2019). Severe influenza: overview in critically
ill patients. Curr Opin Crit Care, 25(5):449-457. https://doi.org/10.1097/mcc.0000000000000638






