
Η βιταμίνη D είναι ευρέως γνωστή για τη σχέση της με την υγεία των οστών και τη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος, ωστόσο το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερα δεδομένα αναδύονται σχετικά με τον ρόλο της στην υγεία του εντέρου. Σύμφωνα με άρθρο στο Medscape, μελέτες τόσο σε ζώα όσο και σε ανθρώπους δείχνουν πως τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης συνδέονται με μια σειρά γαστρεντερικών παθήσεων, κυρίως γιατί οδηγούν σε αλλοίωση του μικροβιώματος της περιοχής.
Ειδικότερα, μια πρόσφατη ανασκόπηση μελετών, που δημοσιεύτηκε στο Nutrients, ανέδειξε ότι χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου. Παράλληλα, τα υψηλά επίπεδα ίσως να έχουν μια προστατευτική δράση, η οποία αποδίδεται εν μέρει στην οικογένεια πρωτεϊνών σιρτουίνης, ιδιαίτερα στη σιρτουίνη 1, η οποία παίζει κρίσιμο ρόλο στην επιδιόρθωση του DNA.
Επιπλέον η γνωστή αντιφλεγμονώδης δράση της βιταμίνης είναι λογικό να την καθιστά χρήσιμη σε περιστατικά φλεγμονώδους νόσου του εντέρου (IBD). Συγκεκριμένα, το 45% των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα και το 35-100% των ασθενών με νόσο του Crohn έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D. Τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι αυτή η ανεπάρκεια δεν είναι συνέπεια της νόσου αλλά πιθανότατα συμβάλλει στην παθογένεσή της μέσω μηχανισμών που σχετίζονται με τη ρύθμιση κυτοκινών, το ανοσοποιητικό κ.ά.
Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D καταγράφονται και σε ασθενείς με ηπατικές νόσους και τα ευρήματα δείχνουν ότι τα συμπληρώματα ωφελούν εμποδίζοντας την ίνωση και τη λιπογένεση.
Τέλος, παλαιότερη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Clinical Gastroenterology and Hepatology Journal έδειξε ότι τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης D συνδέονταν με σημαντική μείωση του κινδύνου για εκκολπωματίτιδα, μια συχνή νόσο, για την οποία η παθοφυσιολογία δεν έχει πλήρως καθοριστεί.