Καλωσήλθατε στο ειδησεογραφικό site του Φαρμακευτικού Κόσμου. 'Αμεση, έγκυρη και ποιοτική ενημέρωση για το φάρμακο και την υγεία.
Υγεία & Επιστήμη

τελευταία νέα


Οι κατηγορίες των αντιυπερτασικών & οι βασικές τους αλληλεπιδράσεις

10/12/2021 6:20:57 μμ
Η πολυφαρμακία είναι ένας από τους λόγους που καθιστούν τη γνώση αυτών επιτακτική
Εκτύπωση
Μεγέθυνση Γραμμάτων Σμίκρυνση Γραμμάτων Αρχικό Μέγεθος
main photo


Καθώς η ανάπτυξη νέων και πιο ισχυρών φαρμάκων συνεχίζεται, ο καθορισμός των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του μεγάλου αριθμού των πιθανών συνδυασμών φαρμακευτικών ουσιών γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος.

Οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί δεν είναι δυνατό να γνωρίζουν τις κλινικές επιπτώσεις όλων των ισχυρών αλληλεπιδράσεων μεταξύ φαρμακευτικών ουσιών.

Η πολυφαρμακία (ιδιαίτερα σε συνήθεις παθήσεις, όπως είναι η υπέρταση) είναι πλέον ένας από τους πολλούς λόγους, για τους οποίους η γνώση των αλληλεπιδράσεων είναι επιτακτική ανάγκη για τους επιστήμονες υγείας. Για το λόγο αυτό, γίνεται μια προσπάθεια παροχής βασικών πληροφοριών και γνώσεων στο θέμα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ διαφορετικών φαρμάκων, με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης αποφάσεων στη θεραπευτική. 

Κρίσιμο εργαλείο στην προσπάθεια αυτή είναι για τα φαρμακεία η f-anazitisi. Πρόκειται για μια βάση δεδομένων που βοηθά τον φαρμακοποιό να γνωρίσει τις αλληλεπιδράσεις κάθε φαρμάκου και να προχωρήσει με βεβαιότητα και ασφάλεια στη συγχορήγησή του με άλλα σκευάσματα, δίνοντάς του πρόσβαση σε περισσότερους από 12000 συνδυασμούς δραστικών ουσιών φαρμάκων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Τα αντιυπερτασικά φάρμακα μπορούν να χωριστούν στις ακόλουθες κατηγορίες:

Διουρητικά

Τα αντιυπερτασικά διουρητικά είναι κυρίως τα θειαζιδικά και τα διουρητικά της αγκύλης, ενώ υπάρχουν ακόμη 2 ομάδες με αντιυπερτασικό αποτέλεσμα, τα καλιο-προστατευτικά διουρητικά και οι ανταγωνιστές της αλδοστερόνης.

β-αποκλειστές

Μειώνουν τη δράση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, αποκλείοντας ανταγωνιστικά τους β-υποδοχείς όπου δρουν οι κατεχολαμίνες (αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη).

Αποκλειστές διαύλων ασβεστίου (CCB)

Αποκλείουν τη δράση των διαύλων ασβεστίου, εμποδίζοντας την είσοδο ασβεστίου στις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων.

α-ΜΕΑ (Αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης)

Εμποδίζουν την μετατροπή της Αγγειοτενσίνης Ι, σε Αγγειοτενσίνη ΙΙ, με τελικό αποτέλεσμα την αγγειοδιαστολή, τη μείωση της έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης και η μείωση της αλδοστερόνης.

Ανταγωνιστές υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (σαρτάνες)

Αποτρέπουν τη δράση της αγγειοτασίνης, μπλοκάροντας τη σύνδεση της στους υποδοχείς ΑΤ1.

Αναστολείς της ρενίνης

Συνδέονται με τη ρενίνη, εμποδίζοντάς την να μετατρέψει το αγγειοτενσινογόνο σε αγγειοτενσίνη Ι.

Αντιυπερτασικά με κεντρική δράση

Δρουν μειώνοντας τη δράση του Συμπαθητικού Νευρικού συστήματος

α1-αποκλειστές

Μειώνουν την αρτηριακή πίεση λόγω αγγειοδιαστολής, δρώντας στους α1 αδρενεργικούς υποδοχείς των αγγείων.

Αγγειοδιασταλτικά αντιυπερτασικά

Προκαλούν άμεση αγγειοδιαστολή, δρώντας στις λείες μυϊκές ίνες των αρτηριολίων.

Κύριες αλληλεπιδράσεις αντιυπερτασικών φαρμάκων 

Προσοχή! Επισημαίνεται ότι απαγορεύεται η συγχορήγηση α-ΜΕΑ με σαρτάνη, όπως και η συγχορήγηση β-αποκλειστή με CCB (λόγω έντονου αθροιστικού αποτελέσματος). Η ταυτόχρονη χορήγηση αντιυπερτασικών ενδέχεται να οδηγήσει σε ενισχυμένη αντιυπερτασική δράση. 

ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ

Οι θειαζίδες

  • Ενισχύουν την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Ενισχύουν την υποτασική δράση των κατασταλτικών του κεντρικού νευρικού συστήματος. Μειώνουν την αγγειοσυσταλτική δράση των αμινών.
  • Ενισχύουν τη δράση των νευρομυϊκών αποκλειστών και της διαζοξείδης.
  • Αυξάνουν τα επίπεδα του λιθίου στο πλάσμα (μέχρι και τοξικότητας).
  • Κατά τη συγχορήγηση με βιταμίνη D και ασβέστιο προκαλούν υπερασβεστιαιμία.
  • Σε συγχορήγηση ινδαπαμίδης με κυκλοσπορίνη ή τακρολίμους υπάρχει κίνδυνος αύξησης των επιπέδων κρεατινίνης στο πλάσμα.
  • Σε συνδυασμό με καρδιακές γλυκοσίδες υπάρχει κίνδυνος τοξικού δακτυλισμού.
  • Κατά τη συγχορήγηση ινδαπαμίδης με μετφορμίνη υπάρχει αυξημένος κίνδυνος γαλακτικής οξέωσης, προκαλούμενης από τη μετφορμίνη.
  • Η απορρόφηση των θειαζιδικών διουρητικών μειώνεται σε παρουσία ανιοντοανταλλακτικών ρητινών, όπως η χολεστυραμίνη.
  • Η ταυτόχρονη χορήγηση ορισμένων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (π.χ. ινδομεθακίνη) μπορεί να εξασθενήσει τη διουρητική και αντιυπερτασική δράση των διουρητικών.

Τα διουρητικά της αγκύλης

  • Ενισχύουν την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με φάρμακα που σχετίζονται με παράταση του διαστήματος QT μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη καρδιακή τοξικότητα από υποκαλιαιμία ή/και υπομαγνησιαιμία.
  • Μπορούν να ενισχύσουν τα αποτελέσματα των σαλικυλικών.
  • Το διουρητικό αποτέλεσμα ανταγωνίζονται τα κορτικοστεροειδή, τα οιστρογόνα, τα προγεσταγόνα.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, αναστολείς ΜΑΟ, αγχολυτικά, υπνψωτικά, αλκοόλ, νιτρικά, αλδεσλευκίνη, αλπροσταδίλη, βακλοφαίνη, μοξισυλύτη (θυμοξαμίνη) ή υδραλαζίνη, θεοφυλλίνη, τιζανιδίνη μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο υπότασης.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με καθαρτικά αυξάνει τον κίνδυνο απώλειας καλίου και συνεπώς υποκαλιαιμίας.
  • Τα διουρητικά της αγκύλης ανταγωνίζονται τα υπογλυκαιμικά αποτελέσματα των αντιδιαβητικών.
  • Μειώνουν τη δράση των από του στόματος αντιπηκτικών.
  • Σε ταυτόχρονη χρήση με καρδιακές γλυκοσίδες, η προκαλούμενη υποκαλιαιμία και οι διαταραχές των ηλεκτρολυτών (συμπεριλαμβανομένου του μαγνησίου) αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακής τοξικότητας.
  • Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υποκαλιαιμίας κατά τη συγχορήγηση με θειαζίδες ή αμφοτερικίνη.
  • Σε συγχορήγηση με κεφαλοσπορίνες αυξάνει ο κίνδυνος της νεφροτοξικότητας.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με αμινογλυκοσίδες, πολυμυξίνες ή πλατίνα μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αυξημένο κίνδυνο ωτοτοξικότητας και νεφροτοξικότητας.
  • Τα διουρητικά αγκύλης ανταγωνίζονται τη δράση των μυοχαλαρωτικών τύπου κουραρίου.
  • Τα αντιεπιληπτικά μειώνουν την νατριουρητική της δράση των διουρητικών.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με διεγερτικά του ΚΝΣ μπορεί να οδηγήσει σε υποκαλιαιμία η οποία αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης κοιλιακών αρρυθμιών.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με αντιισταμινικά μπορεί να οδηγήσει σε υποκαλιαιμία με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής τοξικότητας.
  • Η ταυτόχρονη χορήγηση με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, περιλαμβανομένου και του ακετυλοσαλικυλικού οξέος μπορεί να μειώσει τη δράση των διουρητικών.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με αντιαρρυθμικούς παράγοντες (συμπεριλαμβανομένης της αμιωδαρόνης, δισοπυραμίδης, φλεκαϊνίδης και σοταλόλης) μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο καρδιακής τοξικότητας.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με αμισουλπρίδη ή σερτινδόλη μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κοιλιακών αρρυθμιών.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με καρβαμαζεπίνη μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο υπονατριαιμίας.
  • Συμπληρωματικοί παράγοντες χολικού οξέος (π.χ. χολεστυραμίνη, κολεστιπόλη) προκαλούν μειωμένη απορρόφηση των διουρητικών, συνεπώς θα πρέπει να χορηγούνται με διαφορά 2 με 3 ώρες.
  • Η συγχορήγηση κυκλοσπορίνης Α συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο ουρικής αρθρίτιδας.
  • Σε συγχορήγηση με διαζοξείδη αυξάνει ο κίνδυνος της υπεργλυκαιμίας.
  • Λόγω της υποκαλιαιμίας τα διουρητικά αγκύλης ανταγωνίζονται τη δράση της λιδοκαΐνης, μεξιλετίνης και τοκαϊνίδης.
  • Τα διουρητικά ελαττώνουν την αποβολή των αλάτων λιθίου και είναι πιθανόν να προκαλέσουν αυξημένα επίπεδα λιθίου στον ορό, καταλήγοντας σε αυξημένη τοξικότητα από το λίθιο.
  • Κατά τη συγχορήγηση με φαινυτοΐνη παρατηρήθηκε εξασθένηση της διουρητικής δράσης.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με προβενεσίδη μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη νεφρική κάθαρση των διουρητικών και συνεπώς μειωμένη διουρητική δράση.
  • Η ταυτόχρονη χρήση με ρεβοξετίνη μπορεί να οδηγήσει σε πιθανό αυξημένο κίνδυνο υποκαλιαιμίας.
  • Τα από του στόματος χορηγούμενα διουρητικά αγκύλης και η σουκραλφάτη δεν θα πρέπει να χορηγούνται εντός 2 ωρών μεταξύ της λήψης των δύο ουσιών, επειδή η σουκραλφάτη μειώνει την απορρόφηση των διουρητικών.

Β-ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ

  • Ενισχύουν την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ μπορεί να επηρεάσει/αναστείλει το μηχανισμό δράσης των β-αποκλειστών.
  • Μπορούν περιστασιακά μπορεί να τροποποιήσουν τη φυσική αντίδραση του οργανισμού στην ινσουλίνη, καθώς και την αντίδραση του οργανισμού, στην χαμηλή συγκέντρωση σακχάρου στο αίμα. Συνεπώς απαιτείται προσοχή κατά τη συγχορήγηση με αντιδιαβητικά.
  • Η ταυτόχρονη χορήγηση ορισμένων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (π.χ. ινδομεθακίνη) μπορεί να εξασθενήσει την αντιυπερτασική δράση.
  • 'Αλλα φάρμακα με τα οποία μπορεί να αλληλεπιδράσουν οι β-αποκλειστές είναι τα ακόλουθα: β-αγωνιστές (λόγω ανταγωνισμού), δισοπυραμίδη, κινιδίνη, προπαφαινόνη ή αμιοδαρόνη (γενικά με αντιαρρυθμικά, καθώς ενδέχεται να προκαλέσουν καταστολή της καρδιακής λειτουργίας λόγω συνεργικής δράσης), φάρμακα για υπέρταση ή στηθάγχη, φάρμακα για την ημικρανία που περιέχουν παράγωγα εργοταμίνης (ενδέχεται να προκληθεί ανεξέλεγκτος εργοτισμός) ή rizatriptan (οι β-αποκλειστές πιστεύεται πως αναστέλουν τον μεταβολισμό της ριζατριπτάνης), χλωροπρομαζίνη ή θειοριδαζίνη (αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης απειλητικών για τη ζωή αρρυθμιών), διγοξίνη (oι β-αποκλειστές μπορεί να αυξήσουν τη βιοδιαθεσιμότητα της διγοξίνης), σιμετιδίνη (η σιμετιδίνη μπορεί να ενισχύσει τη δράση των β-αποκλειστών, αναστέλοντας το φαινόμενο πρώτης διόδου αλλά και τον ενζυμικό μεταβολισμό τους), ριφαμπικίνη (η συγχορήγηση έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της φαρμακολογικής δράσης των β-αποκλειστών), θεοφυλλίνη (λόγω ανταγωνισμού), βαρφαρίνη (μελέτες δείχνουν πως κατά τη συγχορήγηση ενιχύεται η αντιπηκτική δράση της βαρφαρίνης). 

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ ΔΙΑΥΛΩΝ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ

  • Ενισχύουν την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Η χορήγηση με γκρέιπφρουτ ή χυμό από γκρέιπφρουτ δε συνιστάται, καθώς αυξάνεται η βιοδιαθεσιμότητά τους.
  • Η επίδραση τους στη μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι αθροιστική στη δράση άλλων φαρμακευτικών προϊόντων με αντιυπερτασικές ιδιότητες.
  • Συγχορήγηση αμλοδιπίνης με διλτιαζέμη προκαλεί αύξηση της δράσης της αμλοδιπίνης.
  • Η συγχορήγηση με κινουπριστίνη αυξάνει τον κίνδυνο τοξικότητας.
  • Υπάρχει κίνδυνος αυξημένων επιπέδων τακρόλιμους στο αίμα κατά της συγχορήγηση με αποκλειστές διαύλων ασβεστίου.
  • Η τελιθρομυκίνη και η τιπραναβίρη μπορεί να μειώσουν την κάθαρση τους.
  • Μπορεί να μειώσουν τον μεταβολισμό και την κάθαρση της τιζανιδίνης.
  • Η βορικοναζόλη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα τους στον ορό, μειώνοντας τον μεταβολισμό τους.
  • Κατά τη συγχορήγηση με αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα, ενδέχεται να παρατηρηθεί αθροιστική δράση, καθώς οι CCB αναστέλλουν (με μέχρι στιγμής άγνωστο μηχανισμό) τη συσσώρευση αιμοπεταλίων.
  • Κατά τη συγχορήγηση με αντιαρρυθμικά, ενδέχεται να παρατηρηθεί αθροιστική δράση.
  • Κατά τη συγχορήγηση με βενζοδιαζεπίνες, μπορεί να επιμηκυνθεί ο χρόνος ημιζωής των βενζοδιαζεπινών (συνεπώς και η δράση τους).
  • Κατά τη συγχορήγηση με λίθιο υπάρχει κίνδυνος αύξησης της νευροτοξικότητας που προκαλείται από το λίθιο.

α-ΜΕΑ (ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΤΙΚΟΥ ΕΝΖΥΜΟΥ ΑΓΓΕΙΟΤΑΣΙΝΗΣ)

  • Καλιοπροστατευτικά διουρητικά ή συμπληρώματα καλίου (μπορεί να προκληθεί υπερικαλιαιμία).
  • Διουρητικά (ενδέχεται να μειωθεί η δράση των διουρητικών)
  • Ενισχύουν την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Λίθιο (τα επίπεδα του λιθίου ενδέχεται να αυξηθούν, συνεπώς υπάρχει κίνδυνος νευροτοξικότητας).
  • Κατά τη συγχορήγηση με αλλοπουρινόλη, αυξάνεται ο κίνδυνος αντιδράσεων υπερευαισθησίας.
  • Η ταυτόχρονη χορήγηση ορισμένων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (π.χ. ινδομεθακίνη) μπορεί να εξασθενήσει την αντιυπερτασική δράση.
  • Κατά τη συγχορήγηση με διγοξίνη, ενδέχεται να επηρεαστεί η νεφρική απέκκρισή της.
  • Κατά τη συγχορήγηση με σιρόλιμους, εβερόλιμους ή άλλα φάρμακα που ανήκουν στην κατηγορία των αναστολέων mTOR υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αγγειοοιδήματος.
  • Ενδέχεται να επηρεαστεί η δράση των από στόματος αντιδιαβητικών φαρμάκων ή της ινσουλίνης.
  • Ενδέχεται να επηρεαστεί η δράση των αντιαιμοπεταλιακών ή των αντιθρομβοτικών φαρμάκων.

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ ΤΗΣ ΑΓΓΕΙΟΤΑΣΙΝΗΣ ΙΙ (ΣΑΡΤΑΝΕΣ)

  • Ενισχύουν την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Διπλός αποκλεισμός του Συστήματος Ρενίνης-Αγγειοτaσίνης-Αλδοστερόνης (ΣΡΑΑ) μπορεί να προκύψει κατά τη συγχορήγηση ΑΥΑ με ΑΜΕΑ, ή αλισκιρένη. Συνεπώς σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών.
  • Αυξήσεις στις συγκεντρώσεις λιθίου του ορού και τοξικότητα έχουν αναφερθεί κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης χρήσης .
  • Κατά τη συγχορήγηση με καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή άλλο φαρμακευτικό προϊόν που επηρεάζει τα επίπεδα καλίου μπορεί να προκληθεί υπερκαλιαιμία.
  • Η ταυτόχρονη χορήγηση ορισμένων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (π.χ. ινδομεθακίνη) μπορεί να εξασθενήσει την αντιυπερτασική δράση.
  • Κατά τη συγχορήγηση με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών αναστολέων της COX-2, του ακετυλοσαλικυλικού οξέως > 3g/ημέρα και των μη εκλεκτικών ΜΣΑΦ, ενδέχεται να μειωθεί η αντιυπερτασική δράση και η χορήγηση να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας και αύξησης του καλίου του ορού.
  • Η συγχορήγηση αναστολέων του μεταφορέα πρόσληψης (π.χ. ριφαμπικίνη, κυκλοσπορίνη) ή του μεταφορέα εκροής (π.χ. ριτοναβίρη) μπορεί να αυξήσει τη συστηματική έκθεση στις σαρτάνες.

ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΡΕΝΙΝΗΣ

Ο εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας φαρμάκων είναι η αλισκιρένη.

  • Ενισχύει την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Η ιρβεσαρτάνη ελαττώνει τη στάθμη της στο αίμα, ενώ η κετοκοναζόλη και η κυκλοσπορίνη την αυξάνουν.
  • Αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμίας υπάρχει σε συγχορήγηση ηπαρίνης, ανταγωνιστών της αλδοστερόνης, καλιοπροστατευτικών διουρητικών, αλάτων καλίου και φάρμακων που αναστέλλουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης.
  • Μείωση της δράσης της φουροσεμίδης σε συγχορήγηση.
  • Κατά τη συγχορήγηση με αναστολείς της P-gp (ατορβαστατίνη, βεραπαμίλη) αυξάνεται η εντερική απορρόφηση της αλισκιρένης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση της φαρμακολογικής δράσης, αλλά και της τοξικότητας της αλισκιρένης.

ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΡΑΣΗ

Η κλονιδινη:

  • Ενισχύει την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Αύξηση του υποτασικού αποτελέσματος κατά τη συγχορήγηση με οινόπνευμα, αναισθητικά, αντιψυχωσικά, ντοπαμινεργικά (λεβοντόπα) και μυοχαλαρωτικά φάρμακα.
  • Ελάττωση της απορρόφησης από τα αντιόξινα.
  • Ανταγωνισμός της αντιυπερτασικής της δράσης με συγχορήγηση μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών, κορτικοστεροειδών, καρβενοξολόνης, οιστρογόνων ή αντισυλληπτικών.
  • Οι β-αποκλειστές αυξάνουν τον κίνδυνο υπέρτασης κατά τη διακοπή της χορήγησής της.
  • Τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά ανταγωνίζονται το υποτασικό της αποτέλεσμα και αυξάνουν τον κίνδυνο υπέρτασης κατά τη διακοπή της χορήγησής της.

Η μεθυλντοπα:

  • Ενισχύει την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Αύξηση του υποτασικού αποτελέσματος κατά τη συγχορήγηση με οινόπνευμα, αναισθητικά, αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, αγχολυτικά και υπνωτικά φάρμακα, ντοπαμινεργικά (λεβοντόπα), μυοχαλαρωτικά.
  • Ελάττωση της απορρόφησης από τα αντιόξινα και ουσίες που περιέχουν θειικά, όπως θειικός σίδηρος.
  • Ανταγωνισμός της αντιυπερτασικής της δράσης με συγχορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών, κορτικοστεροειδών, καρβενοξολόνης, οιστρογόνων ή αντισυλληπτικών.
  • Ανταγωνίζεται το αντιπαρκινσονικό αποτέλεσμα των ντοπαμινεργικών φαρμάκων.
  • Πρόκληση νευροτοξικότητας κατά τη συγχορήγηση με λίθιο.

Η μοξονιδινη:

  • Ενισχύει την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Αυξάνει την κατασταλτική δράση των βενζοδιαζεπινών, του οινοπνεύματος των υπνωτικών και των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών.

α1-ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ

  • Ενισχύουν την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.
  • Αύξηση του υποτασικού αποτελέσματος κατά τη συγχορήγηση με οινόπνευμα, αναισθητικά, αντιψυχωσικά φάρμακα, ντοπαμινεργικά (λεβοντόπα) και μυοχαλαρωτικά.
  • Ανταγωνισμός της αντιυπερτασικής της δράσης με συγχορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών, κορτικοστεροειδών, καρβενοξολόνης, οιστρογόνων ή αντισυλληπτικών.

ΑΓΓΕΙΟΔΙΑΣΤΑΛΤΙΚΑ

  • Ενισχύουν την υποτασική δράση των άλλων αντιυπερτασικών.

Η διαζοξειδη:

  • Ο κίνδυνος υπεργλυκαιμίας μπορεί να αυξηθεί με ταυτόχρονη χορήγηση κορτικοστεροειδών ή συνδυασμών οιστρογόνων-προγεστογόνων.
  • Τα φάρμακα που ενισχύονται από τη θεραπεία με διαζοξείδη περιλαμβάνουν: από του στόματος διουρητικά, αντιυπερτασικοί παράγοντες και αντιπηκτικά.

Η μινοξιδιλη:

  • Υπάρχει η πιθανότητα να επιδεινωθεί η ορθοστατική υπόταση σε ασθενείς που ταυτόχρονα παίρνουν γουανεθιδίνη μαζί με μινοξιδίλη.
Εκτύπωση
Μεγέθυνση Γραμμάτων Σμίκρυνση Γραμμάτων Αρχικό Μέγεθος

Διαβάστε επίσης

Υποστηρίζει τη σχέση εμπιστοσύνης με τους ασθενείς






Σχετικά άρθρα

ΕΜΑ: Αποφάνθηκε οριστικά ότι τα φάρμακα GLP-1 δεν σχετίζονται με αυτοκτονικές τάσεις
Ετοιμάζει όμως ειδική ενημέρωση των επαγγελματιών υγείας για την από του στόματος σεμαγλουτίδη
Νέα ένδειξη & νέα δεδομένα για την πεμπρολιζουμάμπη
Σχετικά με τους καρκίνους του πνεύμονα και του τραχήλου της μήτρας
Η σωματική άσκηση ως συμπληρωματική θεραπεία χρόνιων νόσων
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην Ε.Ε. που προωθεί τη θεσμοθέτησή της
Πρωτοποριακά φάρμακα μελετώνται για την αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας
Στοχεύουν στο γονιδίωμα σύμφωνα με τον καθηγητή Χ. Βλαχόπουλο