Καλωσήλθατε στο ειδησεογραφικό site του Φαρμακευτικού Κόσμου. 'Αμεση, έγκυρη και ποιοτική ενημέρωση για το φάρμακο και την υγεία.
Τέχνη & πολιτισμός

τελευταία νέα


Απρόσκλητος επισκέπτης - αυτόκλητος φρουρός...

7/2/2008
Διανυκτερεύον διήγημα...
Εκτύπωση
Μεγέθυνση Γραμμάτων Σμίκρυνση Γραμμάτων Αρχικό Μέγεθος

Του
Μανόλη Μαυρολέοντα, φαρμακοποιού


Η διανυκτέρευση στο φαρμακείο είναι μια πολύ περίεργη υπόθεση. Τη μια στιγμή μπορεί να σκυλοβαριέσαι, βαρώντας μύγες ή πουλώντας προφυλακτικά σε κανέναν ξαναμμένο ξενύχτη· την άλλη, μπουκάρει μέσα κάποιος χτυπημένος, που όχι σπάνια αιμορραγεί, ή κάποιος με έγκαυμα που τον έδιωξαν από το διανυκτερεύον νοσοκομείο, αφού τον «μπάλωσαν» όπως-όπως, και για τα περαιτέρω του έθεσαν το συνηθισμένο δίλημμα:

«…έχουμε τρία – τέσσερα σοβαρά τροχαία· ή πηγαίνεις σε κάποιο διανυκτερεύον φαρμακείο να δουν τι μπορούν να σου κάνουν ή θα περιμένεις τουλάχιστον τρεις με τέσσερις ώρες μέχρι να ξανασχοληθούμε μαζί σου…»

Η διανυκτέρευση στο φαρμακείο είναι πραγματικά μια πολύ περίεργη υπόθεση. Εκεί που κάθεσαι, πλακώνουν τα πρεζόνια και σε αρχίζουν στο δικό τους παραμύθι:

«Ρε φιλαράκο, μήπως σου περισσεύει κανένα Hipnosedon;»

Λες και τα Hipnosedon είναι κρεμμύδια ή σκόρδα να τα βάλεις στο φαγητό και να σου περισσέψουν κιόλας…

Η διανυκτέρευση στο φαρμακείο είναι μια πολύ, πραγματικά μια πάρα πολύ περίεργη υπόθεση. Έχετε δει δεσποινίδα «μετά την πράξη… ξέρετε εσείς τώρα…» να ψάχνει «το χάπι της επόμενης μέρας» γιατί ο καλός της «δεν πρόλαβε να τραβηχτεί…» και να σου έχει τελειώσει, γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη βραδιά τα… συνοικιακά σου στοκ των 5–6 κουτιών δεν έφτασαν να καλύψουν όσους «δεν πρόλαβαν να τραβηχτούν…» στην ευρύτερη περιοχή;

Η διανυκτέρευση στο φαρμακείο είναι μια πολύ περίεργη ιστορία. Ξέρεις πάντα πώς αρχίζει μα ποτέ πώς τελειώνει…

Εκείνο το ζεστό καλοκαιρινό βράδυ, περασμένες δύο και μην έχοντας τι να κάνω, μ’ έπιασαν οι προκοπές μου. Σκούπισα, σφουγγάρισα να δροσίσει λίγο το παλιό μωσαϊκό που έβραζε και μπήκα στο εργαστήριο να πλύνω τα χέρια μου όταν άκουσα –άκουσα πολύ καθαρά– βήματα κάποιου που μπήκε στο φαρμακείο. Σκούπισα γρήγορα τα χέρια μου και βγήκα να δω ποιος ήταν. Κανείς! Τίποτα! Νάδα! Νιέντε! Νάθινγκ, πώς το λένε; Ναι μεν ακούστηκαν βήματα –άρα κάποιος σίγουρα μπήκε μέσα– μόνο που στο φαρμακείο δε φαινόταν κανένας! Και το μικρό μου φαρμακείο, όπως ήταν τότε διαμορφωμένο, δεν υπήρχε περίπτωση να προσφέρει σε κάποιον τον παραμικρό χώρο, γωνία, εσοχή, κολώνα, κάτι τέλος πάντων που να μου κόβει την ορατότητα και να του δίνει τη δυνατότητα να μου αρχίσει τα παιχνίδια και τα κόλπα…

’κουγα βέβαια, όπως όλοι μας, για ληστείες και ανοίγματα φαρμακείων αλλά, μέχρι εκείνο το βράδυ, είχα την ακλόνητη πλατιά διαδεδομένη νεοελληνική πεποίθηση ότι τα «κακά πράματα» συμβαίνουν σ’ οποιονδήποτε άλλον εκτός από εμάς. Σε τα μας τώρα; Σιγά…

Έκατσα στο σκαμπό του πάγκου και κοιτούσα έξω τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν προσπαθώντας να καταλάβω γιατί είχα ακούσει βήματα ενώ δεν είχε μπει κανείς. Όπως δεν είχαμε φτάσει ακόμη στην εποχή του κλιματισμού, είχα ανοιχτή την πόρτα, ενώ ένας ανεμιστήρας οροφής άλεθε το ζεστό, σχεδόν συμπαγή αέρα, κάνοντας πιο πολύ θόρυβο παρά τη δουλειά για την οποία τον είχαμε τοποθετήσει εκεί…

Έξω σταμάτησαν δυο μοτοσικλέτες τύπου τσόπερ με το γνωστό, χαρακτηριστικό θόρυβο που κάνουν τα μοτέρ στα ψαροκάικα. Δυο τύποι, άνω του 1,80 ύψος επί 1,60 φάρδος έκαστος, μπήκαν στο φαρμακείο με τα πέτσινα μπουφάν τους όλο κρόσσια στα μανίκια, μακριά μαλλιά, γένια και καουμπόικο βάδισμα του στυλ «μην του μιλάτε του παιδιού, γιατί γαμεί και δέρνει…».

Αφελής όπως πάντα, τους καλησπέρισα –ενώ, λόγω ώρας, έπρεπε μάλλον να τους καλημερίσω– και τους ρώτησα τι θέλουν. Στο τρίτο καουμπόικο βήμα σταμάτησαν απότομα κοιτώντας χαμηλά, μπροστά στον πάγκο, σαν κάτι να μην τους άρεσε.

«Μπορώ να φανώ χρήσιμος σε κάτι;» άρχισα εγώ το τροπάριο του ευγενικού διανυκτερεύοντος φαρμακοποιού. Οι τύποι δεν έκαναν βήμα και κοιτούσαν διαρκώς μια εμένα και μια μπροστά στον πάγκο σαν κάτι να τους εμπόδιζε να προχωρήσουν. Σαν κάτι να καρατάριζαν…

«Ρε φιλαράκο, μήπως γίνεται να βγεις λίγο έξω να σου πούμε;»

«Δε θυμάμαι να αφήσαμε ποτέ καμιά συζήτηση στη μέση…» απάντησα ψυλλιασμένος πια ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Να κι εξυπνάδες ο κυρ-φαρμακοποιός…» λέει ο ένας καουμπόης στον άλλον. Εμένα με ζώνουν τα φίδια και καταριέμαι τον εαυτό μου που το παίζω άνετος και δεν κατεβάζω ρολά μετά τις δώδεκα. «Και τώρα; Τι κάνεις, μαλάκα, άμα στην πέσουνε αυτά τα δυο γομάρια;» σκεφτόμουνα σε γρήγορες στροφές. Και επειδή, όπως λένε, η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, που στην περίπτωση αυτή σημαίνει ότι δεν τα χάνουμε και δείχνουμε ότι δε φοβόμαστε, ακόμη κι αν έχουμε χεστεί πάνω μας τόσο που έχει αρχίσει να μυρίζει, ρωτώ με σταθερή, αργή, και κάτι μεταξύ Νίκου Κούρκουλου και Κλιντ Ίστγουντ φωνή:

«Είμαι εδώ για να εξυπηρετώ όποιον έχει ανάγκη. Δεν έχω όρεξη για περιττές νυχτερινές κουβεντούλες – λοιπόν θα μου πείτε τι θέλετε;»

Δεν ξέρω από πού αντλούσα τόσο θάρρος εκείνη την ώρα. Φαίνεται όμως ότι οι καουμπόηδες ήξεραν. Ήξεραν κάτι που σταθερά και μόνιμα μου διέφευγε…

Ο πιο βαρύς έξυσε για λίγο το τριχωτό πηγούνι του κοιτώντας πάντα σαν αφηρημένος –έτσι νόμιζα– χαμηλά μπροστά στον πάγκο…

«Καλάαα… έχε χάρη…» είπε δείχνοντάς με απειλητικά με το δάκτυλο και, αφού ξανακοίταξε πάλι μπροστά από τον πάγκο, χτύπησε τον άλλον στην πλάτη, βγήκαν έξω κι έφυγαν μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από μαρσαρίσματα, φροντίζοντας όλος ο καπνός από τις εξατμίσεις τους να μπαίνει μέσα στο φαρμακείο…

Έμεινα για ώρα σαν χαζός ν’ αναπνέω μισοκαμένη βενζίνη, να κοιτώ πίσω από τον πάγκο και να οικτίρω τον άθλιο ψευτόμαγκα εαυτό μου που δεν εννοούσε να διανυκτερεύει με κατεβασμένα ρολά. Αλλά γιατί όμως οι καουμπόηδες του… μεταμεσονυκτίου δε μου την έπεσαν; Τι τους εμπόδισε; Στην αρχή πίστεψα ότι επρόκειτο απλώς για αυτούς τους ακίνδυνους τσαμπουκάδες που πουλάνε μαγκιά κι άμα πιάσει έπιασε… Στην αρχή. Ώσπου, επιτέλους, λύθηκε το μυστήριο των βημάτων που είχα ακούσει στην αρχή της ιστορίας μας. Ένας αδέσποτος σκύλος γιγαντιαίων διαστάσεων καθόταν, όλη αυτή την ώρα, μπροστά από τον πάγκο χωρίς να το έχω πάρει είδηση! Αυτός ο απρόσκλητος επισκέπτης είχε γίνει ο αυτόκλητος φύλακάς μου, χωρίς να πάρω ούτε μυρουδιά! Σηκώθηκε λοιπόν αργά αργά, τεντώθηκε, χασμουρήθηκε και κίνησε για την πόρτα, έτσι απλά όπως είχε μπει.

«Έι! Ψιτ! Φιλαράκο!» του φώναξα πριν βγει, δείχνοντάς του τη μισή πίτσα που μου ‘χε περισσέψει. Με κοίταξε με δυο γαλήνια, βαθιά, ανεξιχνίαστα μάτια, από αυτά που πρέπει να δει κανείς πολλές φορές για να πει πως τα ‘δε πραγματικά. Γύρισε πίσω, πάντα με το αργό του βήμα, ενώ εγώ του έστρωνα την πίτσα όπως ήταν με το κουτί στη μέση του φαρμακείου. Την καταβρόχθισε χωρίς πολλά πολλά, ύστερα με κοίταξε γεμάτος ευγνωμοσύνη. Τον χάιδεψα λίγο στο σβέρκο.

«Σ’ ευχαριστώ φιλαράκο…» του είπα.

Μου απάντησε μ’ ένα ρέψιμο και, αφού τεντώθηκε πάλι, χασμουρήθηκε, πήρε αργά το δρόμο για την εξώπορτα και χάθηκε στο σκοτάδι…

Η διανυκτέρευση στο φαρμακείο είναι μια πολύ περίεργη υπόθεση. Μόνο που, για να είναι όσο γίνεται λιγότερο περίεργη, εγώ τουλάχιστον από εκείνο το βράδυ την κάνω με κατεβασμένα ρολά…


Εκτύπωση
Μεγέθυνση Γραμμάτων Σμίκρυνση Γραμμάτων Αρχικό Μέγεθος

Διαβάστε επίσης

Σύμφωνα με τη νέα ΚΥΑ που δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ
Ψεύτικες ιστοσελίδες το διαφημίζουν με χαμηλό κόστος, προειδοποιεί η Kaspersky






Σχετικά άρθρα

«Έρωτας και Αναπηρία!»
Εκδήλωση του Κέντρου Αποκατάστασης ΑΝΑΠΛΑΣΗ
Περίπατος στην Αιόλου για την ιστορία της περιοχής και των φαρμακείων της
Διοργανώνεται από το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης και το Greek Cultural Institute
ΣΕΦΑΡ – ΣΥΦΑΡΤ: «Ανεβάζει» παιδική θεατρική παράσταση
Στο πλαίσιο των δράσεων του Ομίλου «Κάντο Αγάπη»
Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός τιμά την Παγκόσμια Ημέρα Εθελοντισμού
Με το τραγούδι: «It’s Giving Time (The Red Cross 2100 Anthem)»