Φαρμακευτικός Κόσμος, Τεύχος #162
61 Πρόκειται για πολύ κοινά φάρμακα που χρησιμοποιούνται συχνά και επαναλαμβανόμενα σε ευρέως διαδεδομένες παθήσεις. Θα πρέπει να επισημανθεί εδώ ένα πρόσθετο-ειδικό ενδιαφέρον για την κατηγορία αυτή των φαρμάκων: αρκετά μέλη της είναι ήδη κατηγοριοποιημένα στα Μη Υποχρεωτικώς Συνταγογραφούμενα Φάρμακα, κάτι που σημαίνει ότι στην επιλογή σκευάσματος από τον ασθενή η συνεισφορά του φαρμακοποιού αποκτά θεμελιώδη αξία. Έτσι η γνώση των ιδιαιτεροτήτων κάθε φαρμάκου είναι βα- σική για την κατάλληλη συμβουλή και την ανάδειξη του ρόλου του φαρμακοποιού. Ας διευρύνουμε λοιπόν τις γνώσεις μας σε αυτά. Ο ρόλος της ισταμίνης Η ισταμίνη προέρχεται από την αποκαρβοξυλίωση του αμινοξέος ιστιδίνη. Η παρουσία της στο σώμα επικεντρώ- νεται στα μαστοκύτταρα (mastcells-ιστιοκύτταρα) που εντοπίζονται κυρίως στο δέρμα, στο συνδετικό ιστό, στο βλεννογόνο του αναπνευστικού συστήματος και στο βλεν- νογόνο του γαστρεντερικού. Άλλη θέση εντοπισμού είναι στο αίμα, στα βασεόφιλα λευκοκύτταρα. Στα κύτταρα αυτά η ισταμίνη βρίσκεται μέσα σε εκκριτικά κυστίδια μαζί με άλλες ουσίες, όπως η ηπαρίνη. Ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων από ανοσοσφαιρίνες Ε (IgE), που σχηματίζονται είτε από λοιμογόνο παράγοντα είτε από αλλεργιογόνο, οδηγούν στο άδειασμα αυτών των κυστιδίων εξωκυττάρια και στην αλληλεπίδραση της ισταμίνης με τους ειδικούς της υποδοχείς. Η δράση της ισταμίνης στους υποδοχείς είναι εξελικτικά βασικός τρόπος άμυνας: αυξάνεται η διαπερατότητα των αγγείων, επιτυγχάνεται αγγειοδιαστολή και μείωση πηκτι- κότητας (λόγω ηπαρίνης). Έτσι επιτρέπεται στο βαρύ πυ- ροβολικό του οργανισμού (μακροφάγα, ουδετερόφιλα) να προσεγγίσει την περιοχή και να επιτεθεί στον εισβολέα. Επίσης, η αύξηση του καρδιακού ρυθμού και της εγκε- φαλικής εγρήγορσης συνεισφέρουν σε αυτό. Ακόμα και η υπερπαραγωγή οξέος στο στομάχι (Η2 υποδοχείς) έχει τη λογική της προστασίας από λοιμώξεις του γαστρεντερικού. Παθολογικές καταστάσεις Δυστυχώς το ανοσοποιητικό σύστημα, όσο και να μας προστατεύει, συχνά υπεραντιδρά. Εκλαμβάνοντας αλλερ- γιογόνους παράγοντες ως παθογόνους, η ισταμινεργική δράση προκαλεί πολλά προβλήματα. Από ήπια συμπτώματα αλλεργικής ρινίτιδας, επιπεφυκίτιδας, κνίδωσης, φαγούρας και ερυθρότητας του δέρματος, φτάνουμε σε αλλεργικό άσθμα, απόφραξη αεροφόρων οδών, διαφυγή πλάσματος στους ιστούς (αγγειοοίδημα), υποογκαιμία, απότομη πτώση πίεσης, κυκλοφορική καταπληξία (σοκ) και επικίνδυνες για τη ζωή καταστάσεις. Παρότι τα μέσα στη σύγχρονη θεραπευτική έχουν βελτιωθεί πολύ, τα αλλεργικά συμβάματα συνέχεια αυξάνονται πο- σοστιαία. Πέραν της γενετικής, η πιθανότερη αιτία είναι περι- βαλλοντική: οι ρυπαντές της ατμόσφαιρας στις σύγχρονες πόλεις και οι πολλές νέες χημικές ουσίες, με τις οποίες ερχόμαστε σε επαφή, έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που φαίνεται να παίζει κομβικό ρόλο. Σε κάθε περίπτωση, η απορρύθμιση των βιοχημικών οδών του ανοσοποιητικού οδηγεί στην υπεραντιδραστικότητά του και στην εκδήλωση αλλεργίας. Υποδοχείς ισταμίνης Έχουν απομονωθεί 4 είδη υποδοχέων ισταμίνης. Ο πιο κοινός είναι ο Η 1 που εντοπίζεται σε λείους μυς (βρόγχους, μύτη, έντερο), ενδοθήλιο (αγγεία, δέρμα) και κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ). Ο Η 1 είναι ο στόχος των περισσότερων αντι- ισταμινικών που κυκλοφορούν. Οι Η 2 υποδοχείς βρίσκονται στα τοιχωματικά κύτταρα του στομάχου (παραγωγή οξέος), στον καρδιακό μυ και λιγότερο στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ). Ειδικοί Η 2 αναστολείς έχουν ευρεία χρήση στη φαρμακευτική. Οι Η 3 εκφράζονται κυρίως στο ΚΝΣ, ενώ οι Η 4 σε κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος (ηωσινόφιλα), αυξάνοντας την αντίδρασή τους. Αναστολείς για αυτούς τους υποδοχείς βρίσκονται ακόμα σε πειραματικό στάδιο. * Εγκυκλοπαιδικά αξίζει να σημειωθεί ότι προερχόμενη από αντιδάνειο, η λέξη anti-histamine έχει μεταφερθεί με ελαφρώς ανορθόγραφο τρόπο, καθώς η σωστή θα ήταν ανθισταμινικά (λόγω δασείας όπως π.χ. ανθελμινθικά, ανθελονοσιακά, ανθίσταμαι κ.ά.).
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MjA0NzY=