Φαρμακευτικός Κόσμος, Τεύχος #161
40 του Διαμαντή Κλημεντίδη Οι κεφαλοσπορίνες ανήκουν στη μεγάλη οικογένεια των β-λακταμικών αντιβιοτικών, η οποία περιλαμβάνει επίσης τις πενικιλίνες, τις μονοβακτάμες και τις καρβαπενέμες. Όπως όλα σχεδόν τα β-λακταμικά αντιβιοτικά, δρουν αναστέλλοντας τη βιοσύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος των βακτηριακών κυττάρων. Οι κεφαλοσπορίνες, όπως και οι πενικιλίνες άλλωστε, ανή- κουν στα βακτηριοκτόνα αντιβιοτικά, δηλαδή προκαλούν το θάνατο του βακτηριακού κυττάρου. Δρώντας στο τρίτο στάδιο της διαδικασίας, αναστέλλουν τη σύνθεση της πεπτιδογλυκάνης, του βασικού δομικού συστατικού του τοιχώματος, αποτρέποντας έτσι την ολοκλήρωσή του. Χωρίς το κυτταρικό τοίχωμα, το βακτηριακό κύτταρο αδυνατεί να επιβιώσει και πεθαίνει. Η ανακάλυψη των κεφαλοσπορινών έγινε το 1948 από τον Brotzu, o οποίος απομόνωσε το μύκητα Cephalo- sporium acremonium από δείγμα νερού προερχόμενο από τις ακτές της Σαρδηνίας, σε περιοχή κοντά σε αγωγό λυμάτων. Εκχυλίσματα από την καλλιέργεια του μύκητα εμφάνισαν in vitro αντισταφυλοκοκκική δράση, ενώ υπήρ- ξαν αποτελεσματικά στη θεραπεία διαφόρων σταφυλοκοκκι- κών λοιμώξεων και του τυφοειδούς πυρετού σε ανθρώπους. Τελικά, οδήγησαν στην απομόνωση της κεφαλοσπορίνης C, με βάση την οποία παράχθηκαν στη συνέχεια ημισυνθετικά παράγωγα με πολύ μεγαλύτερη αντιβακτηριδιακή δράση. Κατάταξη Ο πιο συχνά χρησιμοποιούμενος τρόπος κατάταξης των κεφαλοσπορινών είναι κατά «γενεές», παρόλο που στην πραγματικότητα είναι κάπως αυθαίρετος. Κι αυτό επειδή, ΥΓΙΩΣ ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΙ / ΓΝΩΡΙΣΤΕ & ΠΡΟΩΘΗΣΤΕ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣΗΜΟ
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MjA0NzY=