Φαρμακευτικός Κόσμος, Τεύχος #154

63 Πρόκειται για απλές εξετάσεις αίματος και ούρων, αλλά και ειδικές (ΑΝΑ, αντι-ds DNA, ENA κλπ.), οι οποίες οδηγούν στη διάγνωση της νόσου και βοηθούν στον προσδιορισμό της βαρύτητάς της και της αποτελεσματικότητας της θεραπείας που έχει χορηγηθεί. θεραπεία Οριστική θεραπεία για τη νόσο εξακολουθεί να μην υπάρχει παρά τις προόδους της ανοσολογίας που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια. Η θεραπεία εξατομικεύεται ανάλογα με τις εκδηλώσεις της νόσου και περιλαμβάνει τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τα ανθελονοσιακά (Plaquenil), τα κορτικοστεροειδή και τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα όπως cyclophos- phamide (Endoxan), azathioprine (π.χ. Azathioprine), mycophenolate mofetil (π.χ. Cellcept), methotrexate (π.χ. Methotrexate). Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και θεραπείες νέας γενιάς, γνωστές και ως «βιολογικές» θεραπείες. Τέτοιες θεραπείες είναι το belimumab (Benlysta) και το rituximab (Mabthera), οι οποίες είναι χρήσιμες σε ασθενείς με ανθεκτικές μορφές του ΣΕΛ, στους οποίους οι παραδοσιακές θεραπείες δεν έχουν επιτύχει ή έχουν προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες. Συχνά οι ασθενείς, παρά τη φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνουν, εξακολουθούν να αισθάνονται κόπωση ή πόνους στο σώμα τους, γεγονός που επηρεάζει σημαντικά την καθημερινότητά τους. Στην αντιμετώ- πιση αυτών των ενοχλήσεων μπορεί να βοηθήσει ένα πρόγραμμα ήπιας φυσικής άσκησης αλλά και η ψυχολογική υποστήριξη. ΣΕΛ και κύηση Το πιο ευαίσθητο θέμα για μια νέα γυναίκα, στην οποία έχει διαγνωσθεί συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, είναι η δυνατότητα να τεκνοποιήσει. Η γονιμότητα ή η ικανότητα σύλληψης μπορεί να ελαττωθεί κατά τη διάρκεια εξάρσεων της νόσου. Αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ορμονικών αλλαγών που προκαλούνται από το λύκο ή από παρενέργειες των φαρμάκων που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή του. Παρόλα αυτά πολλές γυναίκες με λύκο καταφέρνουν να τεκνοποιήσουν, ιδίως όταν η κύηση είναι προγραμματισμένη και υπάρχει στενή παρακολούθηση και συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων γιατρών. Ο ΣΕΛ είναι μια χρόνια νόσος, η οποία προκαλεί βαθιές αλλαγές στη ζωή των ασθενών και των οικογενειών τους. Η συμμετοχή σε συλλόγους ασθενών μπορεί να προσφέρει αλληλοϋποστήριξη, φέρνοντας σε επαφή ασθενείς μεταξύ τους, αλλά και δυνατότητα ενημέρωσης των ασθενών και των οικογενειών τους. Πού οφείλεται Η αιτία του συστηματικού ερυθηματώδη λύκου παραμένει άγνωστη. Γενικά θεωρείται ότι περισσότεροι από έναν παράγοντες δρουν σε συνδυασμό μεταξύ τους και προκαλείται η νόσος. Οι παράγοντες διακρίνονται σε ανοσο- λογικούς, ενδοκρινικούς, ιογενείς, μικροβιακούς και σε γενε- τικούς. Φαίνεται ότι υπάρχει γενετική προδιάθεση για την εμφάνιση της νόσου, ενώ παράγοντες οι οποίοι είναι δυνατόν να προκαλέσουν έναρξη, επιδείνωση ή υποτροπή της νόσου θεωρούνται η ηλιακή ακτινοβολία, η θερμότητα, το ψύχος και τα ψυχικά ή τυχαία τραύματα. Ποιους προσβάλλει Ο λύκος εμφανίζεται 8-10 φορές συχνότερα στις γυναίκες απ' ό,τι στους άνδρες, μεταξύ 15 και 40 ετών. Τυπικά, πρόκειται για μια νόσο των γυναικών που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία, αν και μπορεί να προσβάλει οποιονδήποτε, από την παιδική έως την τρίτη ηλικία. Πώς εκδηλώνεται Υπάρχουν δύο κύριες κλινικές μορφές: ο δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος και ο συστηματικός ερυθημα- τώδης λύκος. Ο δισκοειδής λύκος (ή δερματικός λύκος) περιορίζεται στο δέρμα. Χαρακτηρίζεται από ερυθρότητα στην περιοχή των παρειών (μάγουλα) ή δισκοειδείς βλάβες (εξάνθημα) που εμφανίζονται στο πρόσωπο, τράχηλο, τριχωτό κεφαλής και άλλες περιοχές που εκτίθενται στην ηλιακή ακτινοβολία. Αντίθετα ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος μπορεί να προσβάλλει οποιοδήποτε όργανο του σώματος. Σε μερικούς ασθενείς προσβάλλει το δέρμα και τις αρθρώσεις, ενώ σε άλλους τους πνεύμονες, τους νεφρούς, την καρδιά και το αίμα. Στην έναρξη της νόσου τα συμπτώματα μπορεί να είναι ασαφή μέχρι να εμφανιστούν κάποια ειδικά της νόσου συμπτώματα ή σημεία. Τα συχνότερα συμπτώματα της νόσου είναι: ● εξάνθημα τύπου πεταλούδας στην περιοχή των ζυγωμα- τικών (μήλα προσώπου) και τη μύτη ● φωτοευαισθη- σία (εμφάνιση εξανθήματος μετά από έκθεση στον ήλιο) ● εξάνθημα σε διάφορα άλλα μέρη του σώματος ● αναιμία ● κούραση, καταβολή ● πυρετός ● αρθρίτιδα που μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορες αρθρώσεις με πόνο και δυσκαμψία ● πόνοι στους μυς ● απώλεια μαλλιών, αλωπεκία ● έλκη στόματος ● δυσκολίες συγκέντρωσης και μνήμης ● καρδιοπάθεια, περικαρδίτιδα ● νεφροπάθεια ● φαινόμενο Raynaud (αλλαγή χρώματος των δακτύλων σε έκθεση στο κρύο από λευκό σε μελανό και ερυθρό). Πώς γίνεται η διάγνωση Η διάγνωση, εκτός από την κλινική εικόνα (σημεία και συμπτώματα), στηρίζεται και σε αιματολογικές εξετάσεις. Η Ευαγγελία Καταξάκη MD, MSc, PhD, είναι ρευματολόγος, διευθύντρια ΕΣΥ στο Γ.Ν. Ελευσίνας «Θριάσιο» και γενική γραμματέας της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας & Επαγγελματικής Ένωσης Ρευματολόγων Ελλάδας (Ε.Ρ.Ε.-ΕΠ.Ε.Ρ.Ε.), kataxaki@otenet.gr , tosomasoumilaei.gr

RkJQdWJsaXNoZXIy MjA0NzY=